ραδιούργημα

ραδιούργημα
το / ῥᾳδιούργημα, ΝΜΑ [ραδιουργῶ]
δόλια ενέργεια εναντίον κάποιου, κακούργημα («εἰ μὲν οὖν ἦν ἀδίκημά τι ἤ ῥᾳδιούργημα πονηρόν», ΚΔ)
αρχ.
1. απερίσκεπτη πράξη
2. ψεύτικη, πλαστή ιστορία, κατασκεύασμα τής φαντασίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥᾳδιούργημα — misdeed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥᾳδιουργημάτων — ῥᾳδιούργημα misdeed neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥᾳδιουργήματα — ῥᾳδιούργημα misdeed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥᾳδιουργήματος — ῥᾳδιούργημα misdeed neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԽԱՐԴԱԽՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0930 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. ἕνεδρος, ἑπιβουλή insidiae κακία , κακοπραγία maleficentia ἑπιτήδευμα, παραδιατριβή, ῤαδιούργημα , στραγγαλία, σπίλας, μεθοδεία dolus, versutia եւն. Նենգութիւն. դաւաճանութիւն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”