- ραδιούργημα
- το / ῥᾳδιούργημα, ΝΜΑ [ραδιουργῶ]δόλια ενέργεια εναντίον κάποιου, κακούργημα («εἰ μὲν οὖν ἦν ἀδίκημά τι ἤ ῥᾳδιούργημα πονηρόν», ΚΔ)αρχ.1. απερίσκεπτη πράξη2. ψεύτικη, πλαστή ιστορία, κατασκεύασμα τής φαντασίας.
Dictionary of Greek. 2013.